Βασίλης Ἰωακείμ: Τὸ ταξίδι
Τὸ Ταξίδι
Πορευόμενος φτάνω στὴν ἄκρη
τῆς θάλασσας. Νὰ περπατήσω πάνω της δὲν ἔχω ἀκόμα
ἐκπαιδευθεῖ. Πρέπει ν’ ἀνέβω στὸ καράβι ποὺ περιμένει στὴν
ἀποβάθρα.
Ἀνεβαίνω στὸ καράβι ποὺ
περιμένει στὴν ἀποβάθρα. Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ὁ προορισμός
του, γιατί προορισμὸ δὲν ἔχει τὸ ταξίδι. Οὔτε ξέρω ποῦ
βρίσκομαι, οὔτε μ’ ἐνδιαφέρει ποῦ θὰ πᾶμε. Τελειώνοντας ὁ
δρόμος, φτάνω σὲ χωριὸ ἢ πόλη. Μπαίνω. Παρατηρῶ τοὺς
ἀνθρώπους. Ρωτάω γιὰ τὴ ζωή. Μὲ ρωτᾶνε καμιὰ φορὰ ποιὸς εἶμαι
καὶ ποῦ πάω. Ἀποφεύγω τὴν ἀπάντηση γιατὶ δὲν ξέρω ποιὸς
εἶμαι καὶ ποῦ πάω. Καὶ συνεχίζω.
Ἐτούτη ἡ θάλασσα μοῦ φάνηκε
κάπως γνώριμη. Σὰ νὰ ἤμουνα στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ Αἰτωλικοῦ
καὶ ἔπρεπε νὰ διασχίσω τὴ λιμνοθάλασσα μὲ προορισμὸ τὸ
Μεσολόγγι. Ὅμως, ὄντας πάνω στὸ καράβι, ἄλλη ἦταν ἡ αἴσθηση
τοῦ ταξιδιοῦ. Σὰ νὰ ἐπέβαινα στὴ Σμύρνη, νὰ περνοῦσα ἕνα
ποτάμι ὣς τὸ Ἰκόνιο, κι ἀπὸ κεῖ προορισμὸς Ἀττάλεια, μὲ
τελικὸ προορισμὸ —μέσῳ Κύπρου— τὴ στοὰ τοῦ Ἀττάλου στὴν
Ἀθήνα. Ὅμως κι αὐτὸ μόνον αἴσθηση, γιατί κανένα σημάδι δὲν
ἀποδείκνυε τὸ ἀληθὲς τῆς διαδρομῆς.
Μόλις ἀνέβηκα στὸ καράβι, λύνει αὐτὸ τὰ παλαμάρια, κι ἀρχίζει τὸ ταξίδι.
Τὸ καράβι ἦταν κάτι σὰν
τεράστιο ἀεροπλανοφόρο, κι οἱ ταξιδιῶτες στὴν πίστα
προσγειοαπογειώσεων. Ἀκάλυπτοι καὶ ἐκτεθειμένοι στὰ
στοιχεῖα τῆς φύσης. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ ταξιδιοῦ. Νὰ
νιώσεις τὴ λαύρα τοῦ λιοπυριοῦ, νὰ ὑποστεῖς τὴν καταιγίδα,
νὰ χαρεῖς τὴν αὔρα τοῦ πελάγου, τὰ χρώματα τοῦ δειλινοῦ.
Ὑπῆρχαν καὶ κάποιοι
κλεισμένοι σὲ κλουβιὰ-καμπίνες. Τὰ βράδια χόρευαν καὶ
τραγουδοῦσαν. Ἀνάμεσά μας διαχωριστικὴ γραμμή. Οὔτε τοὺς
ἐπισκεπτόμασταν, οὔτε μᾶς ἐπισκέπτονταν. Μιὰ μέρα ὅμως,
κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς βάδιζε ἀνάμεσά μας. Μόλις μὲ βλέπει,
«Βασίλη!», μοῦ λέει κατάπληκτος. Χαιρόταν γιὰ τὴ συνάντηση.
Κι ἐγὼ χάρηκα, ἂν καὶ περισσότερο ἐνοχλημένος ἤμουν. Γιατί
κανεὶς δὲν ἤξερε γιὰ τὸ ταξίδι μου, κανεὶς πὼς δὲν ὑπάρχει
προορισμός, καὶ μόνον ἡ ἀναζήτηση. Καὶ φοβόμουν μὴν ἀρχίσει
τὶς ἐρωτήσεις.
Θυμηθήκαμε τὰ παλιά. (Συμμαθητὲς στὸ γυμνάσιο).
Κάποτε εἴχαμε ἀγοράσει ἀπὸ
μιὰ μικρὴ βάρκα. Ἀπὸ μιὰ πολὺ μικρὴ βάρκα. Φοβόμασταν τότε μὴ
δὲν ἀντέχουν στὰ κύματα. Αὐτὸ ὁ φίλος θυμήθηκε. «Ἄδικα», μοῦ
εἶπε, «φοβόμασταν. Ἐκεῖνες οἱ βάρκες εἶναι ἔτσι φτιαγμένες νὰ
μὴ βουλιάζουν. Ἔχουν μάλιστα καὶ μιὰ ἀεροτομὴ ποὺ τοὺς δίνει
ἐπιτάχυνση». Ἔβγαλε ἀπ’ τὴν τσέπη του ἕνα χαρτὶ ποὺ εἶχε
ἀπάνω του ζωγραφισμένη μιὰ βάρκα. Μιὰ βάρκα σὰν τὴ δικιά μας,
καὶ μοῦ ἔδειχνε. Μοῦ ἔδειχνε τὴ διαδρομὴ τοῦ ἀέρα, ποὺ τῆς
δίνει ἐπιτάχυνση. Ἔσκυψε λίγο. «Μεταξύ μας», μοῦ εἶπε,
«ἐτοῦτο τὸ καράβι κινδυνεύει περισσότερο».
Μὲ προσκάλεσε μετὰ μέσα. Δὲν μποροῦσα νὰ ἀρνηθῶ.
Ἄλλος κόσμος ἐκεῖ.
Ἀναπαυτικὰ τὰ σαλόνια. Στὸ μπὰρ πήγαμε νὰ παραγγείλουμε.
Δίπλα μας περνάει κι ἄλλος συμμαθητής. «Ρέ; πῶς ἀπὸ δῶ ρέ;»,
καὶ χάνεται μέσα στὸ πλῆθος.
Καὶ δεύτερη συνάντηση; Σὰ νὰ μὴ μοῦ καλάρεσε.
Περίμενα νὰ σερβιριστῶ. Ὁ
φίλος πῆγε ἀπ’ τὴ μέσα πλευρὰ τοῦ μπὰρ καὶ χάθηκε πίσω ἀπ’ τὸ
παραβάν. Ὁ μπροστινός μου πῆρε μὲ πολλὴ εὐλάβεια λίγο ψωμὶ καὶ
μιὰ λεπτὴ φέτα ντομάτα ποὺ τὴν τύλιξε σὲ σελοφάν. Ὅταν ἦρθε ἡ
σειρά μου δὲν ἤξερα τί νὰ παραγγείλω. Ζήτησα τὴ βοήθεια τοῦ
φίλου. Ἀναζητήσαμε τὸ φίλο, μὰ εἶχε χαθεῖ. Κάπου ἀνάμεσα
στὸν κόσμο, μόνο, διέκρινα τὸ δεύτερο φίλο.
Ἔφυγα ἀπ’ τὸ μπὰρ κι
ἐπέστρεψα στὸ κατάστρωμα. Ἡ σκέψη μου ἐπανῆλθε στὸ πρῶτο
μῆκος κύματος. Πῶς εἶναι δυνατὸν σ’ ἕνα ταξίδι ἀναζήτησης,
σ’ ἕνα ταξίδι χωρὶς προορισμό, σ’ ἕνα ταξίδι ἀσαφὲς τέλος
πάντων, νὰ συναντῶ δυὸ συμμαθητές! Καὶ ποιό νόημα ἔχει ὅτι ὁ
πρῶτος συμμαθητὴς ἐξαφανίστηκε; Δὲν μοιάζει λίγο σὰ νὰ μὲ
παρέδωσε στὸν δεύτερο; Ὁ ὁποῖος δῆθεν ἀδιάφορα
περιφέρεται ἀνάμεσα στὸν κόσμο; Μήπως τὸ βλέμμα του μὲ
παρακολουθεῖ ἄγρυπνα κι ὕστερα μὲ παραδώσει σὲ κάποιον
τρίτο; Μήπως, μ’ ἄλλα λόγια, τὸ ταξίδι μου παρακολουθεῖται;
Κι ἐγὼ ὁ ἀφελὴς ποὺ νομίζω πὼς μόνος μου ἀποφασίζω νὰ
σταματάω ἢ νὰ προχωράω; Καὶ γιατί τώρα νὰ μοῦ ἀποκαλυφθοῦν;
Μήπως ἐπειδὴ ἤγγικεν ἡ ὥρα νὰ φτάσουμε σ’ ἕνα Τέλος, σὲ μιὰ
Ἔξοδο;
Ἀνεξήγητα κι ἀνεξερεύνητα.
Μὰ ἡ αἴσθηση τῆς παρακολούθησης χαλάει τὴ διάθεση. Ἢ μήπως
θά ‘πρεπε νὰ τὴ φτιάχνει; Μήπως οἱ παρακολουθητὲς θέλουν νὰ
ποῦν: Δὲν εἶσαι μόνος. Κι ἄλλοι ξέρουν. Κι ἄλλοι πορεύονται. Κι
ἄλλοι ἀναζητοῦν!
Ἡ τελευταία σκέψη
ἀναταράσσει τὸν ροῦ τοῦ ταξιδιοῦ. Μοῦ ὑποδεικνύει τὴν
πορεία. Μοῦ ἐπισημαίνει τὸ τέλος. Ὅταν θὰ φτάσω στὴ στοὰ τοῦ
Ἀττάλου θὰ πρέπει νὰ παροπλιστῶ. Ἄλλοι θὰ πρέπει νὰ κινήσουν.
Χωρὶς σκοπό, χωρὶς προορισμό, χωρὶς νὰ νιώθουν τὴν ἀποστολή
τους. Μὰ καὶ χωρὶς νὰ τὸ νιώθουν, θὰ φτάνουν, φαντάζομαι, σ’
ἕναν ἀκόμα πιὸ μακρινὸ σταθμό, μέχρι νὰ πάρει τέλος τὸ
ταξίδι, ἂν ἔχει τέλος τὸ ταξίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου